τάκα

τάκα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια τακίδες τής τάξης λιλιώδη και που περιλαμβάνει 10 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ή κονδυλόρριζων φυτών με μεγάλα μακρόμισχα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tacca < μαλαισιανό takah «χαραγμένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τάκα, Πιέτρο — (Tacca, Καράρα 1577 – Φλωρεντία 1640). Ιταλός γλύπτης. Ο Τ. ήταν απόγονος και συνεχιστής του έργου του Τζιαμπολόνια. Το αριστούργημά του είναι οι Τέσσερις μαύροι (1624), γλυπτό στο κάτω μέρος του μνημείου του Φερδινάνδου A’, που βρίσκεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Dance of Osman Taka — The Dance of Osman Taka (Albanian: Vallja Came e Osman Takës, Greek: Ο χορός του Οσμάν Τάκα, or Σαμαντάκα), is a popular traditional dance of Cham Albanians, which has become widely known in Albania and Greece. The Dance is linked with Osman Taka …   Wikipedia

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Ασημακόπουλος, Κώστας — (Μυτιλήνη 1936 –). Σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, σταδιοδρόμησε όμως ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Συνεργάστηκε με ραδιόφωνικούς σταθμούς, παρουσιάζοντας τακτικές λογοτεχνικές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”